- νιχιλιστής
- οθηλ. -ίστρια οπαδός του νιχιλισμού, αλλ. μηδενιστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νιχιλιστής — ο, θηλ. νιχιλίστρια (φιλοσ.) οπαδός τού μηδενισμού, μηδενιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nihilist < λατ. nihil «μηδέν»] … Dictionary of Greek
μηδενιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του μηδενισμού, ο νιχιλιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)